- ψυχολείτρουγο
- το, Νβλ. ψυχολείτουργο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχολείτουργο — και ψυχολείτρουγο, το, Ν λειτουργία για τη διάσωση τής ψυχής τών πεθαμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + λειτουργία, κατά τα ουδ. σε ο] … Dictionary of Greek